ασουρωτός

ασουρωτός
η , ο
1) непроцеженный; 2) без складок, сборок; 3) трезвый, неопьяневший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ασουρωτός" в других словарях:

  • ασούρωτος — η, ο 1. ο αστράγγιστος 2. αυτός που δεν τα χει σουρώσει, δεν έχει μεθύσει 3. (για φορέματα) χωρίς σούρες, χωρίς πτυχές …   Dictionary of Greek

  • αστράγγιστος — αστράγγιστος, η, ο και αστράγγιχτος, η, ο 1. αυτός που δε στραγγίστηκε, ασούρωτος: Η μυζήθρα είναι ακόμη αστράγγιχτη. 2. αυτός που δεν άδειασε εντελώς από το υγρό που είχε: Πάντα φρόντιζε να μην αφήνει το ποτήρι του αστράγγιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»